- ορρείον
- ὁρρεῑον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῑον και ὡρρεῑον, τὸ (ΑΜ)αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδημσν.κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική τού ανεφοδιασμού και τις ανάγκες τής φορολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών»].
Dictionary of Greek. 2013.