ορρείον

ορρείον
ὁρρεῑον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῑον και ὡρρεῑον, τὸ (ΑΜ)
αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη
μσν.
κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική τού ανεφοδιασμού και τις ανάγκες τής φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωρείον — (I) και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ (κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»]. (II) και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑ βλ. ορρείον …   Dictionary of Greek

  • όρριον — (I) ὄρριον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανον». (II) ὅρριον, τὸ (Α) 1. δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη διαφόρων εμπορευμάτων και ιδίως σιτηρών 2. (κατ επέκτ.) δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών 3. πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”